ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ Π. ΑΛΕΞΑΚΗ, δ. Φ. Διευθυντού Ερευνών του Κέντρου Λαογραφίας
της Ακαδημίας Αθηνών
Όταν στις αρχές του 20ου αιώνα πέρασε ο Hasluck από τα
Βατικα, τον πληροφόρησαν ότι στο χωριό Βελανίδια, που βρίσκεται κτισμένο στο
νοτιότερο άκρο του ορεινού όγκου του Πάρνωνα και πιο συγκεκριμένα στην
ανατολική κλίτυ του όρους Κρίθινα, προς το τέλος του 19ου αιώνα διέθεταν 15
μεγάλα θαλασσοπόρα καΐκια και αλλά τόσα αλιευτικά σκάφη. Ο ίδιος επεσήμαινε
τότε ότι τα χωριά των Βατίκων έδειχναν έναν πλούτο που ασφαλώς αποκτήθηκε έξω
από τη περιοχή, εννοώντας με το εμπόριο, τη ναυτιλία και την αλιεια1.
Τι είδους όμως καΐκια ή πλοιάρια εννοούσε; Για να
κατανοήσουμε τη ναυτική-αλιευτική οικονομία των χωριών αυτών και ιδιαίτερα των
Βελανιδιών που μας ενδιαφέρουν κυρίως, πρέπει να κάνουμε μια αναδρομή,
ξεκινώντας από την ίδρυση του χωριού στην συγκεκριμένη θέση, υποθέτουμε γύρω
στα 1770, με την εγκατάσταση Σπετσιωτών φυγάδων μετά τα Ορλωφικά.
Υποψιαζόμαστε ότι η ναυτική παράδοση του χωριού πρέπει να ξεκίνησε τότε από τα δύο νησιά, Σπέτσες και Ύδρα με τα οποία οι κάτοικοι είχαν πάντα στενές σχέσεις, ενώ μερικές οικογένειες, για την ακρίβεια ευρύτερα σόγια, φαίνεται ή υποστηρίζουν ότι έλκουν την καταγωγή τους από εκεί, όπως οι Δρακιανοί (Δράκος), οι Κωστιανοί (Κωστάκος), ένας κλάδος των Καρατζιανών (Καράτζης) κ.α.2. Η μελέτη αυτή στηρίζεται σε επιτόπια εθνογραφική έρευνα, που πραγματοποιήθηκε αρχικά το 1976 στο χωριό και κατόπιν κατά διαστήματα κυρίως, κατά τις θερινές περιόδους, μεταξύ των ετών 1992-1994 και 1998-2001 και έγινε με συμμετοχική παρατήρηση και συνεντεύξεις. Οι εθνογραφικές πληροφορίες συμπληρώνονται με έρευνα στα αρχεία της κοινότητας (βιβλία: μητρώο αρρένων, πράξεις γάμων, δημοτολόγια κλπ.) καθώς και στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Βοιών και στα παλαιότερα συμβολαιογραφικά αρχεία όσα σώζονται από το βομβαρδισμό της Νεαπόλεως κατά τον τελευταίο πόλεμο, για την επισήμανση μεταβιβάσεων κυρίως πλοιαρίων πρίν από το 1960, οπότε άρχισαν οι μεταβιβάσεις να καταγράφονται στο λιμεναρχείο. Στόχος της μελέτης δεν είναι να παρουσιάσω την τεχνική του ψαρέματος, αλλά την κοινωνική και οικονομική τεχνική της δραστηριότητας αυτής με μια εθνοϊστορική και ανθρωπολογική, για την ακρίβεια «πειραματική» (experimental) ανθρωπολογική, οπτική, γιατί έχω σχέση εντοπιότητας με το χωριό (έχω γεννηθεί εκεί)3, εστιάζοντας παράλληλα και στη σχετική νοοτροπία (mentalite) των ανθρώπων4. Περιττό να αναφέρω ότι, ενώ η ανθρωπολογία του ψαρέματος έχει διεθνώς πολύ ενωρίς σημαντική ανάπτυξη5, στην Ελλάδα έχουν γίνει μέχρι σήμερα ελάχιστα πράγματα.
της Ακαδημίας Αθηνών
Υποψιαζόμαστε ότι η ναυτική παράδοση του χωριού πρέπει να ξεκίνησε τότε από τα δύο νησιά, Σπέτσες και Ύδρα με τα οποία οι κάτοικοι είχαν πάντα στενές σχέσεις, ενώ μερικές οικογένειες, για την ακρίβεια ευρύτερα σόγια, φαίνεται ή υποστηρίζουν ότι έλκουν την καταγωγή τους από εκεί, όπως οι Δρακιανοί (Δράκος), οι Κωστιανοί (Κωστάκος), ένας κλάδος των Καρατζιανών (Καράτζης) κ.α.2. Η μελέτη αυτή στηρίζεται σε επιτόπια εθνογραφική έρευνα, που πραγματοποιήθηκε αρχικά το 1976 στο χωριό και κατόπιν κατά διαστήματα κυρίως, κατά τις θερινές περιόδους, μεταξύ των ετών 1992-1994 και 1998-2001 και έγινε με συμμετοχική παρατήρηση και συνεντεύξεις. Οι εθνογραφικές πληροφορίες συμπληρώνονται με έρευνα στα αρχεία της κοινότητας (βιβλία: μητρώο αρρένων, πράξεις γάμων, δημοτολόγια κλπ.) καθώς και στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Βοιών και στα παλαιότερα συμβολαιογραφικά αρχεία όσα σώζονται από το βομβαρδισμό της Νεαπόλεως κατά τον τελευταίο πόλεμο, για την επισήμανση μεταβιβάσεων κυρίως πλοιαρίων πρίν από το 1960, οπότε άρχισαν οι μεταβιβάσεις να καταγράφονται στο λιμεναρχείο. Στόχος της μελέτης δεν είναι να παρουσιάσω την τεχνική του ψαρέματος, αλλά την κοινωνική και οικονομική τεχνική της δραστηριότητας αυτής με μια εθνοϊστορική και ανθρωπολογική, για την ακρίβεια «πειραματική» (experimental) ανθρωπολογική, οπτική, γιατί έχω σχέση εντοπιότητας με το χωριό (έχω γεννηθεί εκεί)3, εστιάζοντας παράλληλα και στη σχετική νοοτροπία (mentalite) των ανθρώπων4. Περιττό να αναφέρω ότι, ενώ η ανθρωπολογία του ψαρέματος έχει διεθνώς πολύ ενωρίς σημαντική ανάπτυξη5, στην Ελλάδα έχουν γίνει μέχρι σήμερα ελάχιστα πράγματα.