15 Αυγούστου 2025

 

   Η Κοίμηση της Θεοτόκου δεν είναι ένα επεισόδιο της ευσεβούς φαντασίας αλλά ένα θεολογικό πείραμα πάνω στον χρόνο, το σώμα και τη μνήμη. Η Γραφή σιωπά, η Παράδοση μιλά: τα Transitus Mariae (οι αφηγήσεις της Μεταστάσεως), τα πατριαρχικά Τυπικά της Μεγάλης Εκκλησίας, η υμνογραφία του Ιωάννη Δαμασκηνού και του Κοσμά του Μελωδού, οι βυζαντινές εικονογραφίες του Δαφνίου και της Καππαδοκίας. Από αυτά τα στρώματα πηγών προκύπτει ένας κοινός τόπος: η Κοίμηση δεν είναι «τέλος», αλλά μετατροπή του χρονολογικού χρόνου σε καιρό, μια πράξη μεταστοιχείωσης της θνητότητας σε αφθαρσία.

Τα απόκρυφα μάς δίνουν τον πρώτο κώδικα: τρεις ημέρες πριν, ο Γαβριήλ —ο κήρυκας της αρχής— επιστρέφει ως κήρυκας της πληρότητας, κρατώντας φοίνικα νίκης. Η Παναγία δεν πληροφορείται έναν θάνατο, αλλά ένα πέρασμα. Ο θάνατος ονοματίζεται ύπνος, η βιογραφία ανοίγει σε εσχατολογικό ορίζοντα. Η «σύναξη ἐν νεφέλαις» των Αποστόλων δεν είναι παρά μια εικονογραφημένη εκκλησιολογία: το αποστολικό σώμα συμπτύσσεται στον τόπο της μεταστάσεως, γιατί η Εκκλησία οφείλει να είναι μάρτυς όχι μόνο της Ενανθρώπισης αλλά και της δυνατότητας της ανθρώπινης φύσης να συσταθεί στην αφθαρσία. Στο κέντρο της εικόνας, ο Χριστός κρατά την ψυχή της Μητέρας Του ως λευκό βρέφος — αντίστροφη Γέννηση. Η θεολογία του εικονισμού συμπυκνώνεται σε μία κίνηση: Αυτός που εσαρκώθη απ’ Αυτήν, τώρα Αυτήν την εσαρκωμένη ανθρωπότητα την εισφέρει στην άκτιστη ζωή.

Τα Τυπικά της Μεγάλης Εκκλησίας και το De Ceremoniis του Κωνσταντίνου Ζ΄ δείχνουν ότι το Βυζάντιο δεν «τιμούσε» απλώς, αλλά σκηνοθετούσε την εορτή ως πολιτική θεολογία: λιτανείες από τις Βλαχέρνες, παρουσία αυτοκράτορα όχι ως κοσμικής υπεροχής αλλά ως υποταγής στο ιερό, δημόσιες πράξεις ελεημοσύνης. Η νηστεία του Αυγούστου, αυστηρή και καθολική, ήταν μέθοδος μετασχηματισμού του χρόνου: αποκόπτει από τον ρυθμό της κατανάλωσης, εισάγει σε ρυθμό παρακλήσεως. Η υμνολογία δηλώνει χωρίς αμφισημίες: «Ἐν τῇ Κοιμήσει τὸν κόσμον οὐ κατέλιπες, Θεοτόκε». Δεν πρόκειται για αισθητική υπερβολή αφού είναι δήλωση παρουσίας, ένα «πολιτικό» ρήμα της Εκκλησίας για τον τρόπο που ο κόσμος κρατιέται.

Από αυτό το πλέγμα πηγών προκύπτουν τρία εννοήματα: (α) η Κοίμηση ως εσχατολογική ανθρωπολογία — το σώμα δεν καταργείται, μετατίθεται (β) η Κοίμηση ως λειτουργική χρονοσοφία — ο χρόνος δεν μετράται, μεταποιείται (γ) η Κοίμηση ως πολιτική θεολογία — η κοινότητα δεν οργανώνεται απλώς, ιερουργείται. Στο πλαίσιο αυτό, η «χαρμολύπη» δεν είναι ρητορικό σχήμα αλλά περιγραφή λειτουργικής εμπειρίας: η λύπη δεν διαλύεται, μεταστοιχειώνεται, η χαρά δεν εκχυδαΐζει, βαθαίνει.

Η νεωτερικότητα, ωστόσο, παρεμβάλλει έναν άλλο μηχανισμό: η εορτή γίνεται event, η λιτανεία γίνεται σκηνή, ο καιρός βυθίζεται στον τουριστικό χρόνο. Ενώ το απόγευμα ψάλλονται Παρακλήσεις, το βράδυ η πλατεία γεμίζει ηχεία, κρέας, αλκοόλ, μικροφωνικές, συχνά με την παρουσία ή ανοχή κληρικών που η θεσμική τους σιωπή μοιάζει με επισημοποίηση της εκκοσμίκευσης. Εδώ δεν έχουμε απλώς «λαογραφία»: έχουμε μια ανθρωπολογική εκπαίδευση στη λήθη, όπου οι νεότεροι μαθαίνουν να συνδέουν την Παναγία όχι με την ησυχία της μετάστασης αλλά με τη βουή μιας αγοράς. Η πατερική φράση «νηστεία ἐστὶν ἡ τῶν παθῶν ἐγκράτεια» (Άγιος Νικόδημος Αγιορείτης) αντιστρέφεται: η ακράτεια γίνεται κανονικότητα, και ο χρόνος της εορτής χάνεται στον θόρυβο της κατανάλωσης.

Η στοχαστική γλώσσα θα έλεγε: το ιερό απο-εσωτερικεύεται και εκτίθεται ως θέαμα. Όταν το ιερό γίνεται οθόνη, η μνήμη γίνεται feed. Η εορτή, που δημιουργήθηκε για να μας βγάλει από την κυκλοθυμία των γεγονότων, ενσωματώνεται στη ροή τους. Ο καιρός εκπίπτει σε χρονολόγιο. Η απώλεια δεν είναι «ηθική» μόνο, είναι οντολογική: δεν ξέρουμε πια να μετατρέπουμε τον χρόνο σε σωτήριο καιρό. Το βυζαντινό παράδειγμα δείχνει ότι η πόλις μπορεί να είναι «λειτουργικό σώμα», το σύγχρονο σκηνικό υποδεικνύει ότι η πόλη έγινε σκηνή χωρίς λειτουργία.

Υπόγεια —και ακριβώς επειδή δεν είμαστε προορισμένοι για «αποκαλυπτική μαντεία»— λειτουργεί μια προφητολογία των συμπτώσεων: γύρω από τον Δεκαπενταύγουστο πληθαίνουν οι εικόνες της κτίσεως που στενάζει — πυρκαγιές, πλημμύρες, θερμικά κύματα, ταραχές. Δεν είναι «τιμωρία», είναι συγχρονία που παιδαγωγεί. Όταν το ιερό καθίσταται θόρυβος, η φύση μιμείται τον θόρυβο με τρόπο τρομακτικό. Η Γραφή επιμένει: «Ἔλεος καὶ κρίσιν ᾄσομαί σοι, Κύριε», η κρίση δεν ακυρώνει το έλεος, το αποκαλύπτει. Η μνήμη της Κοιμήσεως, εάν τελεστεί ως καιρός, γίνεται οικολογία της ψυχής και του τόπου: σιωπή αντί ρύπανσης, εγκράτεια αντί υπερκατανάλωσης, ελεημοσύνη αντί επίδειξης.

Η βυζαντινή εμπειρία δεν ήταν αναμνηστική διακόσμηση, αλλά μορφή πολιτικής τάξης: ο αυτοκράτορας, ο λαός, ο κλήρος υπέγραφαν την υπαγωγή τους στο μυστήριο. Η εορτή παρήγαγε κοινωνικές χειρονομίες — λιτανείες που ακινητοποιούσαν την πόλη, διανομές αγαθών, κοινοτικό ρυθμό. Σήμερα, το ανάστροφο: θεσμοί που οφείλουν να θυμίζουν το μυστήριο, λειτουργούν ως διαχειριστές του θεάματος. Όπου έπρεπε να υπάρχει νηστεία, στήνεται ψησταριά, όπου έπρεπε να υπάρχει σιωπή, υψώνεται subwoofer, όπου έπρεπε να υπάρχει λιτανεία, καταναλώνεται «εμπειρία».

Η θεολογία της Κοιμήσεως —αν ληφθεί στα σοβαρά— προσφέρει μια πρακτική ασκητική του χρόνου: δεκαπέντε ημέρες ως αντίστροφη αγωγή, όχι απαγόρευση για την απαγόρευση, αλλά τεχνική μνήμης. Να λιγοστέψει η κατανάλωση, να αυξηθεί η προσευχή, να σβήσει λίγο η οθόνη, να φωτιστεί λίγο το πρόσωπο, να αντικατασταθεί ο θόρυβος από την κοινή ανάγνωση των Παρακλήσεων, να ιδρυθεί —έστω συμβολικά— ένας «κανόνας ησυχίας» στον δημόσιο χώρο το βράδυ της εορτής. Η μίμηση δεν είναι ηθικισμός, είναι μετοχή: «ἡ μίμησις Θεοῦ ὅσον ἐφ’ ἡμῖν» (Άγιος Μάξιμος Ομολογητής).

Στο βάθος, το ερώτημα είναι απλό και σκληρό: επιθυμούμε η εορτή να μάς μετακινεί ή να μας διασκεδάζει; Αν ισχύει το πρώτο, τότε η Κοίμηση είναι το αντίθετο της φυγής: είναι η είσοδος στην πιο απαιτητική μορφή παρουσίας — την παρουσία ενώπιον του Θεού, όπου ο άνθρωπος σώζεται χωρίς να διαγράφεται, και το σώμα δοξάζεται χωρίς να αποπνευματοποιείται. Αν ισχύει το δεύτερο, τότε ο Δεκαπενταύγουστος θα παραμένει ένας αθώος θόρυβος του Αυγούστου που καλύπτει το ίδιο του το κενό.

«Ὁ χρόνος ἄνευ καιροῦ κατατρώγει». Δεν χρειάζεται να το βρούμε αυτούσιο στον Άγιο Μάξιμο Ομολογητή για να το αναγνωρίσουμε αληθινό. Η Κοίμηση είναι το αντιδηλητήριο: μετατρέπει την κατανάλωση του χρόνου σε προσφορά του χρόνου. Είναι η στιγμή όπου η Εκκλησία θυμάται πώς να ζει: με νηστεία που δεν είναι δίαιτα, με εορτή που δεν είναι πανηγύρι, με σιωπή που δεν είναι απουσία, με χαρμολύπη που δεν είναι αντίφαση αλλά αλήθεια. Κι αν ο κόσμος επιμένει να ζητά θέαμα, ας απαντήσουμε με μορφή: με την μορφή Εκείνης που, «ἐν τῇ Κοιμήσει», δεν άφησε τον κόσμο, αλλά μάς έδειξε πώς ο κόσμος αφήνει τον θάνατο.

Έρρωσθε!

π.Μ.
































Λίγα λόγια για τα Βελανίδια. Το χωριό βρίσκεται κτισμένο στο νοτιότερο άκρο του ορεινού όγκου του Πάρνωνα. Από τα Βελανίδια μπορεί να επισκεφτεί κανείς τη βόρεια πλευρά του Κάβο-Μαλέα και το φάρο του, που χτίστηκε το 1860 και είναι ένας από τους παλαιότερους αλλά και τους τελειότερους της Μεσογείου.
Τα Βελανίδια είναι οικισμός των Βυζαντινών χρόνων, κάτι που μαρτυρά το πλήθος των βυζαντινών ναών που είναι διάσπαρτοι σε όλη την έκταση. Πιθανότατα ο οικισμός που δημιουργήθηκε περί το 1718 στη θέση ‘Παλιοκαμάρες είναι συνένωση πολλών μικρότερων και παλαιοτέρων κάτι που εξηγείτε από την ανάγκη των ανθρώπων εκείνης της εποχής για την δημιουργία πιο οργανωμένων οικισμών.
Τι μπορείτε να δείτε και να θαυμάσετε στα Βελανίδια! Μπορείτε να κολυμπήσετε στις πανέμορφες γνωστές αλλά και κρυφέςπαραλίες, Μπορείτε να επισκεφτείτε τα δεκάδες μικρά εξωκκλήσια, τα περισσότερα κατασκευασμένα μεταξύ 12ου - 14ου αιώνα, Στο ύψωμα πάνω από τα Βελανίδια μπορείτε να επισκεφτείτε το 'ΕΡΓΟ' πρόκειται για ένα συγκρότημα στρατιωτικών κτιρίων που κατασκευάστηκε το 1942 από τους Γερμανούς, Ο φάρος του Κάβο Μαλέα ένα στολίδι πρόσφατα ανακαινισμένος και χαρακτηρισμένος ως ιστορικό και διατηρητέο μνημείο της σύγχρονης ιστορίας, σε ένα θρυλικό ακρωτήρι σας περιμένει να τον επισκεφτείτε και να απολαυσετε το απέραντο γαλάζιο.

Είδατε περισσότερο