Η αγαπημένη ερμηνεύτρια Αναστασία Μουτσάτσου ανέρτησε στο λογαριασμό της στο Facebook την παρακάτω συγκλονιστική αφήγηση-αφιέρωμα για τα ''Βελανίδια της καρδιάς της'', σε ένα καθηλωτικό κείμενο περιγράφει την ζωή της στο χωριό που μεγάλωσε και τις δυσκολίες, αλλά και ομορφιές που έζησε.
Κλείνω τα μάτια κι ακούω το ρυθμικό χτύπημα της μηχανής του ελαιοτριβείου που ήταν κάτω από το σπίτι μας… τακ- τακ- τακ… Μυρίζω τη μυρωδιά της λιωμένης ελιάς και νοιώθω το κρύο να με περονιάζει και τη νοσταλγία να ξύνει γλυκά το στήθος μου. Βλέπω τον πατέρα μου ανασκουμπωμένο ν’ αδειάζει με τους τενεκέδες το καυτό νερό από τα βαρέλια της μηχανής και να καταβρέχει τα σφυρίδια με τον πολτό της ελιάς. Τη μάνα μου να κουβαλάει βιαστικά, από τη φωτιά που καίει στο πλυσταριό, τα κάρβουνα με το φαράσι, στο μαγκάλι της κουζίνας και θυμάμαι τα χέρια της, μικροκαμωμένα σαν κι εκείνη, μα δυνατά, γεμάτα ρόζους, να με χαϊδεύουν βιαστικά. Που καιρός για χάδια και τρυφερότητες… Μόνο δουλειά!
Η αδερφή μου κλεισμένη όλη μέρα στο ραφείο, ένα δωμάτιο πλάϊ στην κουζίνα, με πέντε, έξη μαθήτριες – ήταν καλή μοδίστρα- να ράβει για να συμπληρώσουμε το οικογενειακό εισόδημα κι ο αδερφός μου, μια συνεχής απουσία, στο γυμνάσιο στο διπλανό χωριό, τη Νεάπολη, που τότε με το χωματόδρομο τα δεκαοχτώ χιλιόμετρα που μας χώριζαν έμοιαζαν ταξίδι μακρινό. Όλος ο κόσμος, τότε φάνταζε μακρινός κι ο χωματόδρομος που το χειμώνα με τις βροχές έκλεινε, τον έκανε ακόμα πιο δυσπρόσιτο και γέμιζε την καρδιά μας φόβο για το τι θα γινόταν αν κάποιος αρρώσταινε και έπρεπε να πάει στον γιατρό. Το σπίτι μας βορεινό μπροστά στο καταπράσινο λαγκάδι με τις λεμονοπορτοκαλιές, τις αμυγδαλιές τις τζιτζιφιές και τα σφεντάμια και πιο μπροστά το Μυρτώο Πέλαγος, ο καμβάς που κεντούσα τα όνειρά μου.
Απλά καθημερινά πράγματα, ήταν τα όνειρά μου, που τότε έμοιαζαν ανέφικτα. Ένα ζεστό σπίτι, που να μην το περονιάζει το κρύο και οι αέρηδες, βιβλία, μια βόλτα με το δικό μου αυτοκίνητο, ένα σινεμά… αστεία πράγματα…
Μια μέρα ήρθε ο πατέρας μου στο σπίτι ξαναμμένος. «Θα μας βάλουν ηλεκτρικό, άντε μπορεί να πάρουμε και τηλεόραση, αν περισσέψουνε…» Κι ένα πρωϊ, γέμισε το χωριό, εργάτες, κολώνες στοιβαγμένες, κουλούρες με σύρματα κι εργαλεία. Όλος ο κόσμος ανάστατος και παντού η μυρωδιά τις πίσσας απ’ τις κολώνες. Περνούσαν την ηλεκτρική εγκατάσταση.
Έπειτα, ήρθε κι η τηλεόραση στο καφενείο του χωριού, μία και μοναδική κι όλοι εμείς να μαζευόμαστε τα βράδια και να χαζεύουμε τον «Άγνωστο πόλεμο», την «Χαρούμενη Κυριακή», μουσική εκπομπή με τραγούδια και τραγουδιστές, της εποχής, τη «Γειτονιά μας» κι άλλα που δεν θυμάμαι κι έξω να βρέχει να φυσάει, να μαίνεται ο χειμώνας.
Η εποχές άλλαζαν και τις καταλαβαίναμε. Υπήρχαν όλες τότε. Ο Χειμώνας άγριος, η άνοιξη με τις μυρωδιές τις, τα λουλούδια, τις εκδρομές με το σχολείο πάνω στο βουνό, κάτω στο γιαλό, να περπατάμε και να μυρίζουμε τον καπνό απ’ τις φωτιές του Μάρτη, που καίγαν τα ξερά... Αστείο μοιάζει, που ζούσαμε μέσα στη φύση και πηγαίναμε εκδρομή να τη βρούμε γιατί δε μας έφτανε. Και τι ήταν εκείνο το παράξενο συναίσθημα που με κυρίευε και με τρέλαινε, όταν μύριζα τον καπνό και τον έβλεπα από μακριά ν’ ανεβαίνει ψηλά… Ήθελα να γίνω ένα μαζί του.
Οι δουλειές του σπιτιού, ήταν αλλιώτικες την άνοιξη. ‘Όλα τα ρούχα απλωμένα στην αυλή, να φύγει η υγρασία. Οι κουβέρτες τα παπλώματα, τα προικιά της μάνας μου, αλλά και τα δικά μας, εμένα και της αδερφής μου, που τα μάζευε από νωρίς, μην έρθει ώρα και δεν μας τάχει ετοιμασμένα… Η άνοιξη έφερνε και το Πάσχα. Λουλούδια για τον επιτάφιο, ψαλμωδίες, ο «τόκας», το τοπικό παιχνίδι που παίζουνε ακόμα, το πρωϊ της μεγάλης Παρασκευής οι άντρες χωρισμένοι σε δυό ομάδες, παντρεμένοι και ανύπαντροι, οι έρωτες από μακριά με κείνους που έρχονταν για διακοπές, μυστηριώδεις, καλοντυμένοι και αρωματισμένοι, πρωτευουσιάνοι και ναυτικοί.
Χωριό κυρίως ναυτικό τα Βελανίδια. Αυτό ήταν που έδινε και τον τόνο στην καθημερινότητα των περισσότερων. Που ταξιδεύει ο γιος της μιάς, πότε θάρθει ο άντρας της άλλης, από ποιο λιμάνι στείλανε γράμμα και ποια θάλασσα είναι η πιο παράξενη. Οι μόνιμες κουβέντες στα καφενεία, ανακατεμένες με προγράμματα για λαζέματα, ψεκάσματα και κουτσομπολιό. Κι όταν χαλούσε ο καιρός και το κύμα καβαλούσε τα «Κουρνενήσια», όλων τα μάτια καρφώνονταν στο πέλαγος, με τα ραδιόφωνα ανοιχτά ν’ ακούνε τις ειδήσεις με αγωνία κι αυτό δεν είχε πάντα αίσιο τέλος… Η κακιά είδηση, έπεφτε σαν βόμβα στο χωριό, που τη υποδέχονταν με κραυγές και «πουπιά». Ύστερα έπιαναν το μοιρολόι για μέρες εξιστορώντας έτσι τη ζωή εκείνου που χάθηκε. Βράδυα ατέλειωτα να τρυπώνουν οι συγχωριανοί στο σπίτι που πενθούσε, κρατώντας πιατέλες με φαγητά – οι λυπημένοι, δεν κάνει να μαγειρεύουν- κι ύστερα γύρω απ’ το τραπέζι, να λένε ιστορίες για τον πνιγμένο κι από το κλάμα, κάποτε να ξεφεύγουν με γέλια και αστεία, γιατί δεν υπάρχει βέβαια, λύπη χωρίς γέλια και χαρά χωρίς δάκρυα.
Τόπος παράξενος τα Βελανίδια, γεμάτος ιστορίες με φαντάσματα, πειρατές και ξωτικά. Σ’ αυτό βοηθάει ο βορειοανατολικός προσανατολισμός του, που στέλνει τον ήλιο νωρίτερα στη δύση και το φώς μετά το μεσημέρι παίρνει ένα χρώμα αχνοκίτρινο και λίγο μελαγχολικό κάνοντας τους ανθρώπους κάπως κλειστούς και απόμακρους, αλλά ευαίσθητους και ρομαντικούς, έτοιμους να παρασυρθούν από μια φανταστική ιστορία.
Κάπως έτσι θυμάμαι να περνούν τα παιδικά μου βράδια μπροστά στο τζάκι με τη μάνα και τον πατέρα μου, τ’ αδέρφια τα ξαδέρφια και το θείο μου να διηγείται ιστορίες δικές του σε συνέχειες για μέρες. Τύφλα νάχουν τα σήριαλ. Θυμάμαι τη μάνα μου να σκάει στα γέλια μαζί του, γιατί ήξερε πως οι ιστορίες κράταγαν επειδή εκείνος δυσκολευόταν να βρεί το τέλος. Κι όταν πια δεν πήγαινε άλλο, αφού συνήθως ιστορίες αγάπης διηγούταν, έλεγε: «Δεν θυμάμαι τι έγινε στο τέλος, παντώς θα τον ακλούθησε!» Κάτι σαν «ζήσαν αυτοί καλά και μείς καλύτερα», δηλαδή.
Την πιο όμορφη ανατολή του ήλιου την είδα εκεί γύρω στα έξη μου, από το μπαλκόνι του σπιτιού μας. Καλοκαίρι κι η ζέστη αφόρητη, ζήτησα από τη μάνα μου να κοιμηθώ στο μπαλκόνι μας που αγνάντευε τη θάλασσα. Ύστερα από ατέλειωτα παρακάλια – φοβόταν μη σηκωθώ τη νύχτα και πέσω από κάτω μεσ’ τον ύπνο μου- την έπεισα, κι όταν επιτέλους ξάπλωσα κάτω από τ’ αστέρια, κοιμήθηκα τον πιο όμορφο ύπνο της ζωής μου με το δροσερό αεράκι να με χαϊδεύει και τα βατράχια απ’ το λαγκάδι να με νανουρίζουν με το τραγούδι τους μπαϊλντισμένα από τη ζέστη. Το ξημέρωμα με την ανατολή σηκώθηκα μισοκοιμισμένη, να πάω μέσα στο κρεβάτι να συνεχίσω τον ύπνο μου, μα ξαφνικά συνειδητοποίησα αυτό που συνέβαινε μπροστά στα μάτια μου και έμεινα καθηλωμένη στα στρωσίδια να το κοιτάζω. Μια φωτιά μέσα στη θάλασσα, ο ήλιος που ανέβαινε σιγά – σιγά! Κοιμόμουν από τότε συχνά στο μπαλκόνι που ήταν ακόμα πιο μαγικά, σαν τύχαινε νάχει πανσέληνο. Πανσέληνος τον Αύγουστο, μπροστά στη θάλασσα σ’ ένα τόπο χωρίς ηλεκτρικό! Τι να πείς παραπάνω…
Τον Αύγουστο, ήταν και το μεγάλο πανηγύρι της παναγίας της Δεκαπεντίστρας, που βρισκόταν σ’ ένα λόφο λίγο έξω απ’ το χωριό. Από την αρχή του μήνα, μ’ έπαιρνε μαζί της η γιαγιά μου, η Τασούλα, η μάνα της μάνας μου, μαυροντυμένη χήρα από τα εικοσιπέντε της, που ο άντρας της, έζησε και πέθανε μετανάστης στην Αμερική και φεύγαμε για το ξωκλήσι. Φόρτωνε ο πατέρας μου το άλογο με στρωσίδια και προμήθειες και μείς από πίσω ακολουθούσαμε με τα πόδια. Μας άφηνε εκεί όλο τον δεκαπενταύγουστο. Εκεί να ιδείς στρωματσάδες! Για δεκαπέντε μερόνυχτα, καμμιά δεκαπενταριά γυναικόπαιδα, στην αυλή της εκκλησίας, παίζαμε ολημερίς τρώγαμε και κοιμόμασταν κάτω απ’ τ’ αστέρια. Γιαγιάδες και χήρες οι πιο πολλές, να διηγούνται ολονυχτίς ιστορίες παλιές και πικάντικα κουτσομπολιά ανάμεσα σε προσευχές και ψαλμωδίες ώσπου μας έπαιρνε ο ύπνος. Ανήμερα της Παναγίας, ανέβαινε πιά όλο το χωριό για τη λειτουργία, όλοι ντυμένοι με τα «καλά τους» κι ύστερα όλοι μαζί μαζεύαμε τα συμπράγκαλά μας και παίρναμε το δρόμο της επιστροφής για το χωριό, για ν’ αρχίσουν οι ετοιμασίες για το βραδινό γλέντι. Λαγούτα και βιολιά, και νησιώτικα τραγούδια κι άιντε να χορεύουν οι οικογένειες, η κάθε μια με τη σειρά, το δικό της τραγούδι. Ακόμα έχω στ’ αυτιά μου τον ήχο εκείνου του «ψιλοξεκούρδιστου» βιολιού. Τη γλύκα και το πάθος του δύσκολα τα ξαναβρήκα σε πολλά καλοκουρδισμένα βιολιά. Εμείς χορεύαμε με το «Μπαρμπούνι».
«Μπαρμπούνι μου θαλασσινό και ψάρι του πελάγου όσο μποράς φυλάγου»…
Η μάνα μου μου τόμαθε κι αυτό, μαζί με το «Τζιβαέρι». Τα τραγουδούσε υπέροχα, κάνοντας δουλειές, με μια φωνή εύθραυστη, γεμάτη νοσταλγία και παράπονο…
Ο χορός και το τραγούδι κι η ανεμελιά του πανηγυριού, γεννούσε και τα πρώτα ειδύλλια κι έστηνε τα προξενιά. Έσβυνε παρεξηγήσεις και καυγάδες και καμμιά φορά γεννούσε καινούργιους…
Τα χρόνια πέρασαν, το χωριό ερήμωσε... Ελάχιστοι έμειναν να το κρατούν ζωντανό ηρωικά. Η Γιώτα κι ο Γιάννης με το μπακάλικο, η θειά Μαρούλη κι ο Κώστας στην μικρή πλατεία με τα καφενεία τους. Η Πόπη κι ο Γιώργος, η Ελένη, ο Σταύρος, η Ειρήνη, Ο Θοδωρής, η Μαρία, ο Κυριάκος, η Μάρθα, ο Δημήτρης, η Χριστίνα και ο Βαλάντης που αγαπάνε τη φωτογραφία και μας συνδέουν συχνά με κείνα που μας λείπουν στα «σόσιαλ μίντια»... Άλλοι καιροί άλλα κόλπα! Κι ο «σύλλογος γυναικών» που φιλάει τις μνήμες και φτιάχνει καινούργιες με γλέντια και γιορτές. Άνθρωποι του μόχθου που καταπίνουν την ερημιά τους περιμένοντας τα καλοκαίρια που κατεβαίνουμε όλοι, τσούρμο να κάνουμε τα μπάνια μας και να φρεσκάρουμε τα σπίτια για να τα ξανακλειδώσουμε…
Τώρα πιά στην αυλή του σπιτιού μας το τραγούδι των πουλιών ακούγεται δυνατά πλάϊ στη φωνή των βατράχων απ’ το λαγκάδι, μιας και σίγησε το βουητό των ανθρώπων. Ο ίσκιος της μάνας μου περιδιαβαίνει τις γωνιές του κι ο πατέρας μου καθηλωμένος σε μια πολυθρόνα, εδώ στην πόλη, μπροστά στη μπαλκονόπορτα, αγναντεύει την απέναντι πολυκατοικία, κι είναι λές και περιμένει από στιγμή σε στιγμή να φανεί το κουρνενήσι…
Κλείνω τα μάτια κι ακούω το ρυθμικό χτύπημα της μηχανής του ελαιοτριβείου που ήταν κάτω από το σπίτι μας… τακ- τακ- τακ… Μυρίζω τη μυρωδιά της λιωμένης ελιάς και νοιώθω το κρύο να με περονιάζει και τη νοσταλγία να ξύνει γλυκά το στήθος μου. Βλέπω τον πατέρα μου ανασκουμπωμένο ν’ αδειάζει με τους τενεκέδες το καυτό νερό από τα βαρέλια της μηχανής και να καταβρέχει τα σφυρίδια με τον πολτό της ελιάς. Τη μάνα μου να κουβαλάει βιαστικά, από τη φωτιά που καίει στο πλυσταριό, τα κάρβουνα με το φαράσι, στο μαγκάλι της κουζίνας και θυμάμαι τα χέρια της, μικροκαμωμένα σαν κι εκείνη, μα δυνατά, γεμάτα ρόζους, να με χαϊδεύουν βιαστικά. Που καιρός για χάδια και τρυφερότητες… Μόνο δουλειά!
Η αδερφή μου κλεισμένη όλη μέρα στο ραφείο, ένα δωμάτιο πλάϊ στην κουζίνα, με πέντε, έξη μαθήτριες – ήταν καλή μοδίστρα- να ράβει για να συμπληρώσουμε το οικογενειακό εισόδημα κι ο αδερφός μου, μια συνεχής απουσία, στο γυμνάσιο στο διπλανό χωριό, τη Νεάπολη, που τότε με το χωματόδρομο τα δεκαοχτώ χιλιόμετρα που μας χώριζαν έμοιαζαν ταξίδι μακρινό. Όλος ο κόσμος, τότε φάνταζε μακρινός κι ο χωματόδρομος που το χειμώνα με τις βροχές έκλεινε, τον έκανε ακόμα πιο δυσπρόσιτο και γέμιζε την καρδιά μας φόβο για το τι θα γινόταν αν κάποιος αρρώσταινε και έπρεπε να πάει στον γιατρό. Το σπίτι μας βορεινό μπροστά στο καταπράσινο λαγκάδι με τις λεμονοπορτοκαλιές, τις αμυγδαλιές τις τζιτζιφιές και τα σφεντάμια και πιο μπροστά το Μυρτώο Πέλαγος, ο καμβάς που κεντούσα τα όνειρά μου.
Απλά καθημερινά πράγματα, ήταν τα όνειρά μου, που τότε έμοιαζαν ανέφικτα. Ένα ζεστό σπίτι, που να μην το περονιάζει το κρύο και οι αέρηδες, βιβλία, μια βόλτα με το δικό μου αυτοκίνητο, ένα σινεμά… αστεία πράγματα…
Μια μέρα ήρθε ο πατέρας μου στο σπίτι ξαναμμένος. «Θα μας βάλουν ηλεκτρικό, άντε μπορεί να πάρουμε και τηλεόραση, αν περισσέψουνε…» Κι ένα πρωϊ, γέμισε το χωριό, εργάτες, κολώνες στοιβαγμένες, κουλούρες με σύρματα κι εργαλεία. Όλος ο κόσμος ανάστατος και παντού η μυρωδιά τις πίσσας απ’ τις κολώνες. Περνούσαν την ηλεκτρική εγκατάσταση.
Έπειτα, ήρθε κι η τηλεόραση στο καφενείο του χωριού, μία και μοναδική κι όλοι εμείς να μαζευόμαστε τα βράδια και να χαζεύουμε τον «Άγνωστο πόλεμο», την «Χαρούμενη Κυριακή», μουσική εκπομπή με τραγούδια και τραγουδιστές, της εποχής, τη «Γειτονιά μας» κι άλλα που δεν θυμάμαι κι έξω να βρέχει να φυσάει, να μαίνεται ο χειμώνας.
Η εποχές άλλαζαν και τις καταλαβαίναμε. Υπήρχαν όλες τότε. Ο Χειμώνας άγριος, η άνοιξη με τις μυρωδιές τις, τα λουλούδια, τις εκδρομές με το σχολείο πάνω στο βουνό, κάτω στο γιαλό, να περπατάμε και να μυρίζουμε τον καπνό απ’ τις φωτιές του Μάρτη, που καίγαν τα ξερά... Αστείο μοιάζει, που ζούσαμε μέσα στη φύση και πηγαίναμε εκδρομή να τη βρούμε γιατί δε μας έφτανε. Και τι ήταν εκείνο το παράξενο συναίσθημα που με κυρίευε και με τρέλαινε, όταν μύριζα τον καπνό και τον έβλεπα από μακριά ν’ ανεβαίνει ψηλά… Ήθελα να γίνω ένα μαζί του.
Οι δουλειές του σπιτιού, ήταν αλλιώτικες την άνοιξη. ‘Όλα τα ρούχα απλωμένα στην αυλή, να φύγει η υγρασία. Οι κουβέρτες τα παπλώματα, τα προικιά της μάνας μου, αλλά και τα δικά μας, εμένα και της αδερφής μου, που τα μάζευε από νωρίς, μην έρθει ώρα και δεν μας τάχει ετοιμασμένα… Η άνοιξη έφερνε και το Πάσχα. Λουλούδια για τον επιτάφιο, ψαλμωδίες, ο «τόκας», το τοπικό παιχνίδι που παίζουνε ακόμα, το πρωϊ της μεγάλης Παρασκευής οι άντρες χωρισμένοι σε δυό ομάδες, παντρεμένοι και ανύπαντροι, οι έρωτες από μακριά με κείνους που έρχονταν για διακοπές, μυστηριώδεις, καλοντυμένοι και αρωματισμένοι, πρωτευουσιάνοι και ναυτικοί.
Χωριό κυρίως ναυτικό τα Βελανίδια. Αυτό ήταν που έδινε και τον τόνο στην καθημερινότητα των περισσότερων. Που ταξιδεύει ο γιος της μιάς, πότε θάρθει ο άντρας της άλλης, από ποιο λιμάνι στείλανε γράμμα και ποια θάλασσα είναι η πιο παράξενη. Οι μόνιμες κουβέντες στα καφενεία, ανακατεμένες με προγράμματα για λαζέματα, ψεκάσματα και κουτσομπολιό. Κι όταν χαλούσε ο καιρός και το κύμα καβαλούσε τα «Κουρνενήσια», όλων τα μάτια καρφώνονταν στο πέλαγος, με τα ραδιόφωνα ανοιχτά ν’ ακούνε τις ειδήσεις με αγωνία κι αυτό δεν είχε πάντα αίσιο τέλος… Η κακιά είδηση, έπεφτε σαν βόμβα στο χωριό, που τη υποδέχονταν με κραυγές και «πουπιά». Ύστερα έπιαναν το μοιρολόι για μέρες εξιστορώντας έτσι τη ζωή εκείνου που χάθηκε. Βράδυα ατέλειωτα να τρυπώνουν οι συγχωριανοί στο σπίτι που πενθούσε, κρατώντας πιατέλες με φαγητά – οι λυπημένοι, δεν κάνει να μαγειρεύουν- κι ύστερα γύρω απ’ το τραπέζι, να λένε ιστορίες για τον πνιγμένο κι από το κλάμα, κάποτε να ξεφεύγουν με γέλια και αστεία, γιατί δεν υπάρχει βέβαια, λύπη χωρίς γέλια και χαρά χωρίς δάκρυα.
Τόπος παράξενος τα Βελανίδια, γεμάτος ιστορίες με φαντάσματα, πειρατές και ξωτικά. Σ’ αυτό βοηθάει ο βορειοανατολικός προσανατολισμός του, που στέλνει τον ήλιο νωρίτερα στη δύση και το φώς μετά το μεσημέρι παίρνει ένα χρώμα αχνοκίτρινο και λίγο μελαγχολικό κάνοντας τους ανθρώπους κάπως κλειστούς και απόμακρους, αλλά ευαίσθητους και ρομαντικούς, έτοιμους να παρασυρθούν από μια φανταστική ιστορία.
Κάπως έτσι θυμάμαι να περνούν τα παιδικά μου βράδια μπροστά στο τζάκι με τη μάνα και τον πατέρα μου, τ’ αδέρφια τα ξαδέρφια και το θείο μου να διηγείται ιστορίες δικές του σε συνέχειες για μέρες. Τύφλα νάχουν τα σήριαλ. Θυμάμαι τη μάνα μου να σκάει στα γέλια μαζί του, γιατί ήξερε πως οι ιστορίες κράταγαν επειδή εκείνος δυσκολευόταν να βρεί το τέλος. Κι όταν πια δεν πήγαινε άλλο, αφού συνήθως ιστορίες αγάπης διηγούταν, έλεγε: «Δεν θυμάμαι τι έγινε στο τέλος, παντώς θα τον ακλούθησε!» Κάτι σαν «ζήσαν αυτοί καλά και μείς καλύτερα», δηλαδή.
Την πιο όμορφη ανατολή του ήλιου την είδα εκεί γύρω στα έξη μου, από το μπαλκόνι του σπιτιού μας. Καλοκαίρι κι η ζέστη αφόρητη, ζήτησα από τη μάνα μου να κοιμηθώ στο μπαλκόνι μας που αγνάντευε τη θάλασσα. Ύστερα από ατέλειωτα παρακάλια – φοβόταν μη σηκωθώ τη νύχτα και πέσω από κάτω μεσ’ τον ύπνο μου- την έπεισα, κι όταν επιτέλους ξάπλωσα κάτω από τ’ αστέρια, κοιμήθηκα τον πιο όμορφο ύπνο της ζωής μου με το δροσερό αεράκι να με χαϊδεύει και τα βατράχια απ’ το λαγκάδι να με νανουρίζουν με το τραγούδι τους μπαϊλντισμένα από τη ζέστη. Το ξημέρωμα με την ανατολή σηκώθηκα μισοκοιμισμένη, να πάω μέσα στο κρεβάτι να συνεχίσω τον ύπνο μου, μα ξαφνικά συνειδητοποίησα αυτό που συνέβαινε μπροστά στα μάτια μου και έμεινα καθηλωμένη στα στρωσίδια να το κοιτάζω. Μια φωτιά μέσα στη θάλασσα, ο ήλιος που ανέβαινε σιγά – σιγά! Κοιμόμουν από τότε συχνά στο μπαλκόνι που ήταν ακόμα πιο μαγικά, σαν τύχαινε νάχει πανσέληνο. Πανσέληνος τον Αύγουστο, μπροστά στη θάλασσα σ’ ένα τόπο χωρίς ηλεκτρικό! Τι να πείς παραπάνω…
Τον Αύγουστο, ήταν και το μεγάλο πανηγύρι της παναγίας της Δεκαπεντίστρας, που βρισκόταν σ’ ένα λόφο λίγο έξω απ’ το χωριό. Από την αρχή του μήνα, μ’ έπαιρνε μαζί της η γιαγιά μου, η Τασούλα, η μάνα της μάνας μου, μαυροντυμένη χήρα από τα εικοσιπέντε της, που ο άντρας της, έζησε και πέθανε μετανάστης στην Αμερική και φεύγαμε για το ξωκλήσι. Φόρτωνε ο πατέρας μου το άλογο με στρωσίδια και προμήθειες και μείς από πίσω ακολουθούσαμε με τα πόδια. Μας άφηνε εκεί όλο τον δεκαπενταύγουστο. Εκεί να ιδείς στρωματσάδες! Για δεκαπέντε μερόνυχτα, καμμιά δεκαπενταριά γυναικόπαιδα, στην αυλή της εκκλησίας, παίζαμε ολημερίς τρώγαμε και κοιμόμασταν κάτω απ’ τ’ αστέρια. Γιαγιάδες και χήρες οι πιο πολλές, να διηγούνται ολονυχτίς ιστορίες παλιές και πικάντικα κουτσομπολιά ανάμεσα σε προσευχές και ψαλμωδίες ώσπου μας έπαιρνε ο ύπνος. Ανήμερα της Παναγίας, ανέβαινε πιά όλο το χωριό για τη λειτουργία, όλοι ντυμένοι με τα «καλά τους» κι ύστερα όλοι μαζί μαζεύαμε τα συμπράγκαλά μας και παίρναμε το δρόμο της επιστροφής για το χωριό, για ν’ αρχίσουν οι ετοιμασίες για το βραδινό γλέντι. Λαγούτα και βιολιά, και νησιώτικα τραγούδια κι άιντε να χορεύουν οι οικογένειες, η κάθε μια με τη σειρά, το δικό της τραγούδι. Ακόμα έχω στ’ αυτιά μου τον ήχο εκείνου του «ψιλοξεκούρδιστου» βιολιού. Τη γλύκα και το πάθος του δύσκολα τα ξαναβρήκα σε πολλά καλοκουρδισμένα βιολιά. Εμείς χορεύαμε με το «Μπαρμπούνι».
«Μπαρμπούνι μου θαλασσινό και ψάρι του πελάγου όσο μποράς φυλάγου»…
Η μάνα μου μου τόμαθε κι αυτό, μαζί με το «Τζιβαέρι». Τα τραγουδούσε υπέροχα, κάνοντας δουλειές, με μια φωνή εύθραυστη, γεμάτη νοσταλγία και παράπονο…
Ο χορός και το τραγούδι κι η ανεμελιά του πανηγυριού, γεννούσε και τα πρώτα ειδύλλια κι έστηνε τα προξενιά. Έσβυνε παρεξηγήσεις και καυγάδες και καμμιά φορά γεννούσε καινούργιους…
Τα χρόνια πέρασαν, το χωριό ερήμωσε... Ελάχιστοι έμειναν να το κρατούν ζωντανό ηρωικά. Η Γιώτα κι ο Γιάννης με το μπακάλικο, η θειά Μαρούλη κι ο Κώστας στην μικρή πλατεία με τα καφενεία τους. Η Πόπη κι ο Γιώργος, η Ελένη, ο Σταύρος, η Ειρήνη, Ο Θοδωρής, η Μαρία, ο Κυριάκος, η Μάρθα, ο Δημήτρης, η Χριστίνα και ο Βαλάντης που αγαπάνε τη φωτογραφία και μας συνδέουν συχνά με κείνα που μας λείπουν στα «σόσιαλ μίντια»... Άλλοι καιροί άλλα κόλπα! Κι ο «σύλλογος γυναικών» που φιλάει τις μνήμες και φτιάχνει καινούργιες με γλέντια και γιορτές. Άνθρωποι του μόχθου που καταπίνουν την ερημιά τους περιμένοντας τα καλοκαίρια που κατεβαίνουμε όλοι, τσούρμο να κάνουμε τα μπάνια μας και να φρεσκάρουμε τα σπίτια για να τα ξανακλειδώσουμε…
Τώρα πιά στην αυλή του σπιτιού μας το τραγούδι των πουλιών ακούγεται δυνατά πλάϊ στη φωνή των βατράχων απ’ το λαγκάδι, μιας και σίγησε το βουητό των ανθρώπων. Ο ίσκιος της μάνας μου περιδιαβαίνει τις γωνιές του κι ο πατέρας μου καθηλωμένος σε μια πολυθρόνα, εδώ στην πόλη, μπροστά στη μπαλκονόπορτα, αγναντεύει την απέναντι πολυκατοικία, κι είναι λές και περιμένει από στιγμή σε στιγμή να φανεί το κουρνενήσι…
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου