Το ταξίδι στη γλώσσα των προγόνων μας ξεκίνησε σαν ένα παιχνίδι επικοινωνίας μέσα από την εφημερίδα ¨Βελανιδιώτικα Νέα¨ και συνεχίστηκε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μεταξύ συγχωριανών και φίλων.
Την αρχή όμως για την καταγραφή των λέξεων που μας θύμιζαν το παρελθόν της κοινής μας καταγωγής την έκανε ένας καταπληκτικός δάσκαλος που πέρασε από το δημοτικό σχολείο Βελανιδίων και δεν είναι άλλος από τον Νικόλαο Σταυριανό στο βραβευμένο από την Ακαδημία Αθηνών βιβλίο του που πραγματεύεται την Λαογραφία των Βελανιδίων.
Ακολουθούν με αλφαβητική σειρά οι λέξεις όπως καταγράφονται στο βιβλίο.
Αγναντεύω – Κοιτάζω
Αμμί – Ναι
Άμωρη – Σπατάλη
Αμωρίλες – Σπατάλες
Άνιδρος – Άνθρωπος που δεν αποδίδει στην εργασία του
Ανώι – Όροφος
Αποσταβέντο – Το μέρος που δεν το πιάνει ο καιρός
Αραποκουρούνα – Είναι λέξη που χρησιμοποιείται σαν βρισιά και αποδίδεται σε γυναίκα κακή
Αραποφόρα – Μαυροφόρα
Απαγκιάζω – Μένω κάπου για να προφυλαχτώ από την βροχή ή το κρύο
Βαβύλα – Χρυσόμυγα
Βίζητα – Επίσκεψη του γιατρού
Βίκα – Στάμνα του νερού
Γαμουλιάτες – Συνοδοί της νύφης και του γαμπρού
Γκλακουνάρα – Το στόμιο της δεξαμενής που έχουν στα χωράφια, το οποίο ανοίγουν για να ποτίσουν
Γκλέβα – Γεμάτο
Γκλεβάρισε – Γέμισε
Γκόριζα – Είναι λέξη που χρησιμοποιείται σαν βρισιά και αποδίδεται σε αρρώστια στο λαιμό
Δοκανάκια – Παγίδες που στήνουν τα παιδιά για να πιάνουν σπουργίτια
Δώμα – Σκεπή σπιτιών ή καλυβιών, φτιαγμένη από χώμα αντί τσιμέντου
Διάφορο – Ελπίδα
Έντος – Νάτος
Ζαλώνω – Φορτώνω
Ήτε – Μήτε , ούτε
Ιτέ – Αλλιώς , διαφορετικά
Κακοντέλης – Κακομοίρης
Καλαμωτή – Εσωτερικό χώρισμα σπιτιού φτιαγμένο από καλάμια
Καλεστικός – Καλεσμένος
Καληχέρα – Δώρο
Καλιτσούνια – Λαχανοπιτάκια
Κάμαρη – Δωμάτιο
Κανίστρια – Καλάθια πλεγμένα από χόρτο
Καντίζω – Κρεμώ
Καρκατσίλα – Κουτσουλιά
Καρτερώ – Περιμένω
Καταπαχτή – Το μέρος που ανοίγει για να επικοινωνήσει το ισόγειο με τον όροφο του σπιτιού
Κατόφλι – Το κάτω μέρος της πόρτας
Κατσούλια – Μικρά γατάκια
Κλεβανή – Εσωτερική σκάλα
Κνισάρα – Ψιλό κόσκινο για το αλεύρι
Κοκολόγια – Τα απομεινάρια από τις ελιές
Κολαντιρίδα – Μεγάλα μακριά σκουλήκια
Κορία – Πρόχειρη πετσέτα της κουζίνας
Κοτζά – Ολόκληρος
Κουκουνογιωργιέ – Άνθρωπος αργός στην εργασία του
Κουλούκι – Νεογέννητο
Κουμάσι – Κοτέτσι
Κουρκουσέλια – Κουτσομπολιά
Κουρούνα – Είναι λέξη που χρησιμοποιείται σαν βρισιά, αποδίδεται σε γυναίκα κακή.
Κουρουνάτσα - Είναι λέξη που χρησιμοποιείται σαν βρισιά, αποδίδεται σε νέα κοπέλα κακή.
Κουρούνης – Αυτός που είναι μόνος του
Κραμπιά – Λαχανίδες
Λαΐνι – Στάμνα
Λάκα – Γούβα , αλλά και περιοχή του χωριού
Λάκισα – Έφυγα γρήγορα
Λακίζω – Φεύγω γρήγορα
Λαλαγκίτες – Τηγανίτες φτιαγμένες με χόρτα και χυλό από αλεύρι
Λεβέτης – Μεγάλο καζάνι
Λιταρίζι – Κουρέλι
Λιτριβιό – Ελαιοτριβείο
Λιχναράκια – Είδος γλυκού
Λίχω – Γλύφω
Λούμπα – Γούβα με νερό
Μάπα – Λάχανο
Ματαπωμένο – Ξαναειπωμένο
Ματζουπέτι – Στηθαίο
Μαυροκουρούνα – Είναι λέξη που χρησιμοποιείται σαν βρισιά και αποδίδεται σε γυναίκα κακή
Μαυρομπολούσα - Είναι λέξη που χρησιμοποιείται σαν βρισιά και αποδίδεται σε γυναίκα σατανική
Μαχταρούνια – Παιδιά ντυμένα με εκκλησιαστικά ρούχα που βοηθούν τον παπά στην εκκλησία
Μείνεσκε – Περίμενε
Μελιγκούνι – Μυρμήγκι
Μεσάλα – Πανί της πινακωτής
Μπαρκόνι – Βεράντα
Μπάς – Μήπως
Μπατανία – Κουβέρτα
Μπεζέρησε – Άργησε
Μπινιάρικα – Δίδυμα
Μπουζί – Γουρούνι
Νετάρισα – Τελείωσα
Νταβάς – Ταψί
Ντάλε κουάλε – Ολόιδιος
Ξάκληρος – Αυτός που δεν έχει κανένα άλλο στον κόσμο
Ξεκουμπίσου – Φύγε γρήγορα
Ξυλογαϊδάρα – Βάση ξύλινη στην οποία τοποθετούν την στάμνα του νερού
Πασούμια – Συρτές παντόφλες
Πατσαβούρα – Πρόχειρη πετσέτα αλλά και είδος βρισιάς
Παχνί – Το μέρος που βάζουν το σανό για να φάνε τα ζώα
Πελατάρια – Τα χοντρά ξύλα της σκεπής των σπιτιών
Πηλάλα – Τρέχα γρήγορα
Πιλοτός – Στρώμα
Πινακωτή – Ξύλινη θήκη στην οποία βάζουν τα ζυμωμένα ψωμιά, πριν τα ψήσουν
Πλάκες – Παγίδες που στήνουν τα παιδιά για να πιάνουν πουλιά
Πλαστός – Το γλυκό ψωμί που κάνουν για το γάμο
Πλευριματίσω – Θα σε δείρω (θα σου μαυρίσω τα πλευρά)
Ποδαρικό – Η τύχη (γούρι) που φέρνει στο σπίτι αυτός που μπαίνει μέσα πρώτος την Πρωτοχρονιά
Πουρνό – Πρωί
Πουργεύω- Δίνω υλικά στο χτίστη
Πλιά – Πιά
Ρεμποκλείδια- Παγίδες που χτίζουν τα παιδιά για να πιάνουν πουλιά
Ρούγα – Ένα τμήμα του χωριού
Ρωγή – Μικρό ειδικό δοχείο στο οποίο βάζουν λάδι για να ρίχνουν στο φαγητό
Σαρωμάτα – Η σκούπα
Σαρώνω – Σκουπίζω
Σγούρνα – Γούβα σε πέτρα μεγάλη
Σιά – Εκεί
Σίγυλος – Κουβάς τενεκεδένιος
Σκαπετώ – Χάνομαι σε μια στροφή
Σκαρβομαμούνα – Έντομο που βρωμάει, αλλά και είδος βρισιάς που αποδίδεται σε ακάθαρτη γυναίκα
Σκιάζομαι – Φοβάμαι
Σκουντάω – Κτυπώ ελαφρά κάποιον
Σκουτελικό – Ένα πιάτο με φαγητό που δίνουν σε κάποιο
Σοπάνι – Φόδρα
Σούρουπο – Βραδάκι
Σοφράνο – Το μέρος που το χτυπά ο καιρός
Σοφράς – Χαμηλό και στρογγυλό τραπέζι
Τζαρνάει – Τρέχει καλπάζοντας και κλοτσάει
Τρέτα – Ίσια
Τσαμπός – Η κνήμη
Τσανάκι – Πήλινο πιάτο
Τσαπέλα- Ξερά σύκα, περασμένα στα βούρλα
Τσάσκα – Κούπα
Τσεμπέρι – Βαμβακερό μαντήλι κεφαλής
Τσουνάκι – Νεκροταφείο
Τσούρμος – Παρέα
Τσανάκα – Πήλινη μεγάλη λεκάνη
Φιότσος – Βαπτιστικός
Φόκος – Τζάκι
Φουμίζω – Δίνω χαρά
Φωτούδα – Μείνε εκεί που είσαι
Φουφού – Πήλινο δοχείο στο οποίο ανάβουν φωτιά για να ψήνουν πάνω τα φαγητά
Χαβάνι – Σιδερένιο γουδί
Χαϊβάνι – Χαζούλης
Χόβολη – Η πολύ ζεστή στάχτη
Χουλιάρι – Το κουτάλι
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου