Η πειρατεία στον Κάβο Μάλια είναι γνωστό ότι ανθούσε την εποχή των ξακουστών κουρσάρων όπως του Σαρίγγαλη και του Μπαρμπαρόσα και όλοι έχουμε ακούσει για τις πονηρές παγίδες που έστηναν στα ανυποψίαστα θύματα τους.
Στο διήγημα ΚΑΒΟ - ΜΑΛΙΑΣ ο Κωστής Μπαστιάς αναφέρεται σε ένα τέτοιο περιστατικό όπου ο Μιχάλαρος στήνει την παγίδα του στο διερχόμενο σκάφος ενώ βρίσκεται στην Αγία Ειρήνη και κρατά αιχμάλωτο τον καλόγερο Γαβριήλ.
Ένα πολύ παραστατικό διήγημα που αξίζει να διαβάσετε.
Κ. Μπαστιάς
ΚΑΒΟ – ΜΑΛΙΑΣ
Άνθρωπος δεν έμαθε ποτές πούθε κρατούσε η σκούφια του. Κι ούτε και για τ’ όνομά του μπορούσε να μαρτυρήσει κανείς με σιγουριά. Στη Μονεμπασιά είχε φουντάρει ένα πρωινό, μέσα σε μια κόκκινη βάρκα, με το λατίνι κουρελιασμένο. Είπε πως τ’ όνομά του είναι Μιχάλαρος. Ίσαμε δω και μη παρέκει. Μιχάλαρος νέτα σκέτα. Έτσι, ο καθένας μπορούσε λέφτερα να φτιάξει με το μυαλό του μιαν ιστορία, απλή ή παράξενη. Για τούτο όμως δεν νοιαζόταν ο Μιχάλαρος. Φορούσε την υδραίικια βράκα του και πορπατούσε ξιπόλυτος. Εξόν από τούτη τη βράκα και μια μπλου φανέλα, κανένα άλλο ρούχο δε σκέπαζε το κορμί του. Τη βάρκα του την είχε δεμένη πίσω από μια ξέρα, και στη Μονεμπασιά δεν απερνούσε παρά μονάχα για ψώνιο. Δυο καρβέλια, ελιά και ρέγγα.
Ήταν ψηλός, με γένι μαυριδερό, δασιά φρύδια και κομμένο το ζερβί τ’ αφτί του.
Κι όσο περνούσανε οι μέρες, τόσο θέριευε το κουβεντολόι. Ένας μαρινάρος μάλιστα, που τον είχε καρφώσει η αρρώστια στον καφενέ της Μονεμπασιάς, ιστορούσε πως τον είχε ανταμώσει σε μακρινά πόρτα. Μα ούτε τούτος ούτε άλλος μπόραγε να ξεδιαλύνει το αίνιγμα.
Και πιότερο απ’ τους άντρες τον κουβεντιάζανε τα θηλυκά. Κι οι λεύτερες κι οι παντρεμένες κι οι χηρευάμενες.
Και την Κυριακή, οχτώ του ερχομού του, η Σταματίνα του κουφού έλειψε ώρες των ωρών απ’ το σπίτι της. Και παραξηγήθηκε, κι ανάγκασε να ξαγρυπνήσει το σοκάκι της ως τη βαθιά τη νύχτα, που φάνηκε πάλι να ξαμπαρώνει την πόρτα της. Πήρε το θάρρος, λέει, να ρωτήξει τούτον τον παράξενο γιομιτζή για τον ξάδερφό της τον Πασχάλη, που ’χε πρατιγάρει δω και δυο χρόνια σε ναπολιτάνικια σκούνα, κι από τότε ουδέ γραφή είχε στείλει, ουδέ ακρόαση. Ξέταξε, λοιπόν, μη τον είχε ανταμώσει τούτος ο άνθρωπος στ’ ανοιχτά ή στα πόρτα. Και, κατά πως έγινε, χρειάστηκε ώρες τρεις για να ξετάσει το πράμα στην εντέλεια, κι άλλες τόσες για να της αποκριθεί όπως νογούσε τούτο το θεριό της θάλασσας. Κι ούτε τούτος ούτε κείνη είχανε να δώσουνε λόγο του καθενός.
Και την Κυριακή, δεκαπέντε του ερχομού του, τον είδανε να σιγοκουβεντιάζει με τον Καφούρο, που χρόνια και χρόνια έλειψε στο Τούνεζι. Τα σουρουπώματα μάλιστα, ο Καφούρος πέρασε στη βάρκα του Μιχάλαρου και κολάτσισε μαζί του. Κι αργά τη νύχτα, τον είδανε να χτυπά τη θύρα της χήρας του Κακαβά και να ξεσηκώνει τον αχαΐρευτο το γιο της, τον γκαβό, που ξύλιζε τη μάνα του, επειδή από δικό της τάχα φταίξιμο είχε χάσει το ζερβί του μάτι.
Το πρωί το κουβεντολόι θέριεψε: Πίσω από την ξέρα η θάλασσα ήταν άδεια. Η βάρκα είχε σαλπάρει και μαζί της ο Καφούρος και ο Κακαβάς.
Στο πέλαο είχε φρέσκο. Όστρια ανάλαφρη κι αστενικιά. Κι αρμενίζανε στον καιρό, μ’ ένα κάρτο γυρισμένο στο γαρμπή.
Τον Κακαβά τον είχανε στην λαγουδέρα και τούτοι οι δύο στην πλώρα σιγοκουβεντιάζανε. Ο Μιχάλαρος όλο έστριβε το τσιγάρο κι όλο τήραγε κατά το γαρμπή. Ουδέ λεφτό όμως δε χάσανε από τα μάτια τη στεριά.
Μεσημέρι κοντά, ο Κακαβάς, παίρνοντας από το χέρι του Καφούρου το ψωμί και τις ελιές, ρώτηξε:
— Για πού αρμενίζουμε, καπετάνιο!
— Για τον Κάβο-Μαλιά, αποκρίθηκε ο Μιχάλαρος.
Ύστερα βούτηξε στην τρούπα της πλώρας, ανάσυρε ένα κομμάτι τενεκέ, έβαλε απάνω δυο-τρία δαδιά, τ’ άναψε και καψάλισε τρεις ρέγγες.
Την πρώτη την πέταξε του Κακαβά, ύστερα έδωσε του Καφούρου και τελευταίος πήρε του λόγου του.
Τ’ απομεσήμερο ο Μιχάλαρος ξαπλώθηκε και το ’στρωσε στον ύπνο. Ανάσκελα, με τα μούτρα κατάφατσα στα επουράνια, ανάσαινε βαθιά και ρουχάλιζε. Ο Καφούρος κρατούσε τη ρότα και λίγο πριν βασιλέψει ο ήλιος, είδανε ολοκάθαρα τον κάβο και το ρημοκλήσι του Ταξιάρχη.
Ο Μιχάλαρος ξύπνησε, τήραξε την όστρια, κι είδε τη θάλασσα να θεριεύει, κι ένα σύγνεφο μαύρο να προβατεί κατά τον κάβο.
Ο αγέρας έφερνε χοντρές ψιχάλες και το κύμα πονούσε την βάρκα. Ο Μιχάλαρος το γύρισε ανοιχτά. Διαφορετικά, αδύνατο να πιάσει τον κάβο. Το ’φερ’ από δω, το ’φερ’ από κει – ήρθε κάπως απάνεμα στη σκέπη της στεριάς.
Από τον κάβο ο καλόγερος του Ταξιάρχη τούς είχε δει. Τους λογάριασε ξεστρατισμένο πλεούμενο. Μα σαν είδε τόσο μαστορικιά τη βόλτα, κατάλαβε πως ο καπετάνιος ήξερε τα σημάδια του κάβου. Κατέβηκε ωστόσο στο μέρος και τους βοήθησε να τραβήξουνε τη βάρκα στη στεριά. Ύστερα κ’ οι τέσσερις αμίλητοι πήρανε το μονοπάτι για τον Ταξιάρχη.
-Σας έπιασε ο καιρός; ρώτηξε ο καλόγερος Γαβριήλ, χωρίς ουδέ λεφτό να σηκώσει το μάτι από τούτους τους μαρινάρους και τον καπετάνιο τους.
-Όστρια μαγγιόρα, αποκρίθηκε ξερά ο Μιχάλαρος.
-Και θεριεύει, π’ ανάθεμά τη, διάκοψε ο Καφούρος.
-Εκάματε άγια και πιάσατε στεριά, είπε ο Γαβριήλ. Θα βρούμε τρόπο να περάσετε στο κελί μου.
Ο Μιχάλαρος έριξε μια παράξενη ματιά. Ύστερα, κοίταξε τον ουρανό. Η μαυρίλα είχε απλωθεί κι η βροχή έρχονταν ξυστή με τον αγέρα.
-Ο Θεός να δώσει λιμάνια σ’ όσους αρμενίζουνε τούτη τη φοβερή νύχτα! ευχήθηκε ο Γαβριήλ, χωρίς να πάρει απόκριση στην ευχή του.
Άμα φτάσανε στον Ταξιάρχη, ο καλόγερος προβάδισε, άνοιξε την πόρτα της εκκλησιάς και τους είπε:
-Περάστε να κάμετε ένα σταυρό, ώσπου ν’ ανάψω εγώ το φανάρι του κάβου. Με τέτοια συννεφιά θα ’ναι το μόνο φως σε τούτο το πέρασμα.
Για πρώτη βολά ο γκαβός ο Κακαβάς γέλασε χαζά και, γυρίζοντας στο Μιχάλαρο, του ’δειξε τον ουρανό λεγοντάς του:
-Ούτ’ ένα αστεράκι, καπετάνιο…
-Στραβός δεν είμαι, αποκρίθηκε θυμωμένος ο Μιχάλαρος.
Και περάσανε στην εκκλησιά.
Άμα βγήκανε απ’ τον Ταξιάρχη και γύρισε ο καλόγερος, είχε ολότελα σκοτεινιάσει.
Τους κάλεσε στο κελί του να κολατσίσουνε, και καθώς μπήκανε, είδανε στο τζάκι αναμμένη μια φουφού και πάνωθέ της ακουμπισμένο ένα πήλινο τσουκάλι.
Ο Κακαβάς, τάχατες αδιάφορα, σίμωσε το τζάκι και οσμίστηκε τη μυρουδιά του χόρτου που έβραζε. Το μάτι του γύρισε ύστερα στο σκάψιμο του τοίχου και είδε το κουμνί με τις ελιές. Ο καλόγερος άναψε τη λουσέρνα και τους κάλεσε να κάτσουνε καταγής.
Όλοι πήρανε θέση γύρω στο τζάκι και ρίξανε λαίμαργη τη ματιά τους στο τσουκάλι. Ο καλόγερος έδωκε από ’να πιρούνι στο Μιχάλαρο και στον Καφούρο, ένα κουτάλι του Κακαβά και λόγου του βολεύτηκε μ’ ένα σουγιά κολοκοτρωνέικο. Γιατί ούτε άλλο πιρούνι πέρσευε, ούτε δεύτερο κουτάλι, βρισκόταν στο νοικοκυριό του. Κατέβασε το τσουκάλι από τη φωτιά, έφερε και το κουμνί τις ελιές, μοίρασε ψωμί, και στρωθήκανε στο φαΐ.
Τρώγανε αμίλητοι και μόνο άμα δείξανε χορτάτοι ο Γαβριήλ τους ρώτησε:
-Από πού έρχεστε, παιδιά;
-Απ’ τη Μονεμπασιά, βιάστηκε ν’ αποκριθεί ο Κακαβάς.
Ο Μιχάλαρος του ’ριξε άγρια τη ματιά του κι ο Κακαβάς ξεροκατάπιε το σάλιο του και ζάρωσε στο ντουβάρι.
-Και για πού με το καλό; συνέχισε ο Γαβριήλ, σα να μην ένιωσε τη ματιά του καπετάνιου.
Οι τρεις άντρες δεν αποκρίθηκαν, παρά κοιτάχτηκαν αναμεταξύ τους. Ύστερα ο Μιχάλαρος τήραξε καλά τον καλόγερο, ζάρωσε τα δασιά του φρύδια και, γελώντας ένα παράξενο γέλιο, είπε του ερημίτη:
-Ποιος ξέρει για πού με το καλό, γέροντα; Ναυτικοί είμαστε, αδικημένοι είμαστε, την τύχη κυνηγάμε και θ’ αρμενίσουμε όπου μας βγάνει η άκρη. Ξέρεις του λόγου σου τι πράττεις την αύριο;
-Μόνον ο Κύριος γνωρίζει, καπετάνιο μου.
-Μπορεί να ’ναι κ’ έτσι. Μα ο Κύριος το κρατάει μυστικό και δεν το ξεμυστηρεύεται κανενού.
Κι οι τέσσερις άντρες πάλι σωπάσανε. Ο αγέρας είχε ξαμολυθεί σ’ ένα ουρλιατό κ’ η βροχή έρχονταν κουβαδιές – κουβαδιές. Την έφερνε έτσι ο αγέρας. Κείνη την ώρα άρχισε και το μπουμπουνητό. Μουγκό κι απόμακρο στην αρχή, κοντοζύγωνε ολοένα κι οι αστραπές σκίζανε το πυκνό σκοτάδι. Ο Γαβριήλ σε κάθε μπουμπουνητό σταυροκοπιόταν.
-Φοβάσαι, παππούλη; τον ρώτηξε ο Καφούρος.
-Όχι για μένα, καπετάνιο μου, αλλά για όσους αρμενίζουνε τέτοια ώρα στο πέλαο. Γι’ αυτούς σταυροκοπιέμαι…
-Η στράτα της θάλασσας έχει και τέτοια τυχερά, διέκοψε ο Καφούρος.
-Και τι ώρα πλαγιάζεις, γέροντα; ρώτησε ο Μιχάλαρος.
-Άμα ο καιρός είναι ήσυχος, με το βασίλεμα του ήλιου πλαγιάζω. Νύχτες όμως σαν την αποψινή ξαγρυπνώ. Κάθομαι στον Ταξιάρχη και δέομαι για τους θαλασσινούς. Κάθε τόσο βγαίνω στο κατώφλι της εκκλησιάς κι αγναντεύω το πέλαο. Βλέπω τ’ αγγομαχητό των καραβιών…
-Ώστε, σα να λέμε, θα ξαγρυπνήσεις κι απόψε;
-Σαν κάθε φορά.
-Και μεις θα ξαγρυπνήσουμε.
-Του λόγου σας γιατί;
-Για να χαρούμε τούτη τη φουρτούνα στη σιγουριά της στεριάς.
Ο Γαβριήλ δεν κατάλαβε. Του φαίνονταν τόσο αλλόκοτοι τούτοι οι άνθρωποι.
Ξάφνου ο Κακαβάς, δίχως κανείς να ρωτήξει, πετάχτηκε:
-Έχουμε και μεις τη δουλειά μας, παππούλη.
Τούτη τη βολά ο Μιχάλαρος δεν κρατήθηκε. Σηκώθηκε στα πόδια του, τράβηξε κατά πάνω, τον άρπαξε από το λαιμό της φανέλας του και τον άρχισε στις γροθιές. Τον βαρούσε αλύπητα, και τούτος ο ναύτης φώναζε και μούγγριζε, μα ο Μιχάλαρος είχε ανάψει.
Ο καλόγερος τότες σίμωσε να τους χωρίσει. Μα ο Μιχάλαρος δίνοντάς του μια δυνατή σπρωξιά τον κόλλησε στο ντουβάρι, φωνάζοντάς του:
-Να μη μπερδεύεσαι στις ξένες έγνοιες!
Ύστερα άφησε ζεματισμένον τον Κακαβά και γύρισε στον καλόγερο.
-Απόψε, γέροντα, του ’πε, θα πλαγιάσεις. Στον κάβο θα φυλάξω του λόγου μου και το μάτι το δικό μου αγναντεύει καλύτερα στο σκοτάδι.
Ο καλόγερος άρχισε να σιγομπαίνει στο νόημα. Μα δε χωρούσε στο μυαλό του πως τούτοι οι άνθρωποι θέλανε ν’ αφανίσουνε έναν ερημίτη, που δεν έδειχνε άλλο βιος εξόν το ράσο του. Άλλο λοιπόν θα ’τανε το σχέδιό τους. Και τούτο δεν κατάφερνε να ξεδιαλύνει. Κοίταζε μ’ απορία πότε τον ένα, πότε τον άλλο, και πότε τον χαζό τον Κακαβά, που ’χε ζαρώσει τώρα κ’ είχε κολλήσει αμίλητος στο ντουβάρι. Ύστερα πάσχισε με το γλυκό να μαλάξει το θυμό του Μιχάλαρου.
-Μη θυμώνεις, καπετάνιο. Ο Θεός να σου χαρίσει δύναμη και βιος, μα από λύπηση μπήκα να χωρίσω. Οι ξένες έγνοιες είναι και δικές μου. Και για δαύτες παρακαλώ τον Κύριο. Ό,τι λοιπόν μου ζητήσεις είμαι στους ορισμούς σου.
-Να πλαγιάσεις στο κελί σου και μεις θα βολευτούμε στην εκκλησιά. Δω μέσα δεν χωράει ούτε κούνουπας.
-Δεν γίνεται στην εκκλησιά, καπετάνιο. Θα το ’χεις στην ψυχή σου το κρίμα…Γιατί στον ύπνο του αδύνατο να ορίσει ο άνθρωπος του κορμιού τις ασκήμιες. Κι άπρεπο είναι, κι άθελά σου, ακόμα, να βρωμίσεις τον άγιο τόπο. Να οσμίζεται η χάρη της κι ο Ταξιάρχης την αποφορά…
Ο καπετάνιος τήραξε άγρια το Γαβριήλ.
-Είπα πως θα πλαγιάσω στην εκκλησιά! του φώναξε χτυπώντας τη γροθιά του. Κι όσο είμαι γω στον κάβο, του λόγου μου ορίζω κι όχι η αφεντιά σου!
-Έχεις τη δύναμη και σαν πουλερικό να με καθαρίσεις. Μα όφελος κανένα δε θα ’χεις. Αν λογαριάζεις σε βιος, ούτε δέκα μπακίρια δε θα βρεις. Ανώφελη λοιπόν σου ’ναι η ζωή μου. Εγώ λάλησα το σωστό. Αφέντης είσαι να πράξεις κατά την ψυχή σου. Μα τούτο σου λέω: Με το Θεό μην τα βάνεις. Μπάτσος θα σου ’ρθει σ’ ώρα που δεν τον προσδοκάς.
Ο καπετάνιος τήραξε γύρω του. Είδε τον Κακαβά ν’ αφουγκράζεται προσεχτικά τα λόγια του γέροντα και τον Καφούρο να φουμέρνει κοιτώντας καταγής. Έριξε και μια ματιά στην πόρτα και σίμωσε στον Γαβριήλ, έσκυψε κάτω από το γένι του και με μια λοξή ματιά κι ένα γέλιο χολιασμένο του ’πε σιγά, σα να ’θελε να ξεπλανέψει ξένο αφτί που παραμόνευε:
-Σιχαίνουμαι τους ανθρώπους που δίνουν ορμήνιες. Κι οι δικές σου, λοιπόν, χαμένα λόγια, καθώς όλες οι ορμήνιες του κόσμου. Κι αλίμονο στον άνθρωπο που πάει κατά τις ορμήνιες τ’ αλλουνού. Κλέφτης λοιπόν είμαι. Κι όλοι κλέφτες είναι. Και κείνοι που ορμηνεύουνε κι οι άλλοι που ακούνε. Πλάγιασε λοιπόν και μη χάνεις τα λόγια σου.
Ο καλόγερος γύρισε κατά το λεβάντε, έκαμε μια μετάνοια, φίλησε το χώμα και σταυροκοπήθηκε. Ύστερα πήγε στην πόρτα, βγήκε όξω, πέρασε στην εκκλησιά και στάλθηκε στο τέμπλο, μπροστά στην εικόνα της Μεγαλόχαρης.
Ο Μιχάλαρος βγήκε στο κατόπι του. Στάθηκε στο ψήλωμα του κάβου κι άφησε τον αγέρα και τη βροχή να χτυπήσουν το μούτρο του. Άστραφτε αριά και πού. Ο αγέρας όμως είχε δυναμώσει και το κύμα ξεσπούσε μανιασμένο στα χαμηλά απόβραχα του κάβου. Αφού τήραξε ώρα το πέλαγο, ήρθε και στάθηκε στην πόρτα του Ταξιάρχη. Είδε τον Γαβριήλ γονατιστό να σταυροκοπιέται, να μετανοίζει και να χτυπά το κόρφο του. Ο Μιχάλαρος έσφιξε τις γροθιές του. Πέρασε το κατώφλι κ’ ήρθε και στάθηκε δίπλα στον καλόγερο. Έριξε μια ματιά στα κατσόμαλλα του ερημίτη κι ύστερα στις εικόνες που μισοφώτιζαν τα δυο αναμμένα καντήλια. Κατόπι χαμογέλασε, κοίταξε τον καλόγερο και γονάτισε δίπλα του:
-Σε χαίρουμαι, του ’πε ο Μιχάλαρος, γιατί ξέρεις τη δουλειά σου. Δεν τη ξεχνάς ούτε μπροστά σε μένα, που δεν τήνε στιμάρω για τίποτα.
Ο καλόγερος μετάνιωσε και πάλι, σα να μην άκουσε. Ο Μιχάλαρος όμως δεν έπαιρνε από τέτοια.
-Σταμάτα το κουβεντολόι, του φώναξε, με τους αγίους κι έλα να κουβεντιάσεις μαζί μου όμορφα και καλά.
Ο καλόγερος σηκώθηκε όρθιος. Για πρώτη βολά η όψη του είχε χάσει το σκέδιο της αγιοσύνης και τα μάτια του είχανε πάρει την αγριάδα του κυνηγημένου ζώου.
-Τι ζητάς από μένα, μωρέ Μιχάλαρε; είπε ο καλόγερος.
Ο καπετάνιος δεν αποκρίθηκε στη στιγμή. Τον κοίταξε τόσο επίμονα, σα να ’θελε να ξεσκίσει τη σάρκα του και να περάσει ως τα κατάβαθα σπλάχνα του.
-Σε μένα, Γαβρίλη, να μην καμώνεσαι τον άγιο. Πες μου πως πορεύεσαι με τον τρόπο σου, καθώς προβατώ εγώ με το δικό μου, να σε παραδεχτώ.
-Μίλα χωρίς να με παιδεύεις…, είπε με τα δόντια σφιγμένα ο καλόγερος.
-Θα σβήσω το φανάρι, είπε ξερά και σίγουρα.
-Δεν είχα γελαστεί πως σχεδίαζες ατιμιά. Μια τέτοια νύχτα και με τέτοιον καιρό!…
-Με τη μπουνάτσα δε γίνουνται οι δουλειές – και το ξέρεις καλύτερα από μένα, διαόλου ράσο.
-Μα δε θα μουγκαθώ για πάντα.
-Θα μουγκαθείς γιατί το θέλω εγώ, και γιατί αλλιώς…
-Θα με σφάξεις…
Και σε λίγο πρόστεσε:
-Μωρέ Μιχάλαρε, μια ζωή είν’ αυτή…
Ο Μιχάλαρος τήραξε τον καλόγερο κι αποκρίθηκε:
-Μια ζωή που για να βαστηχτεί ήρθε σε τούτο το βράχο, γιατί στους Μολάους, ναι Γαβρίλη, στους Μολάους, είχε δυο ξεπλανέματα που την κυνηγούσανε. Βάλε λουκέτο, διαόλου ράσο και πορέψου κατά πώς πορεύεται κι ο Μιχάλαρος.
Και, χωρίς άλλη απόκριση, ο μαρινάρος πήγε στην πόρτα, σφάλιξε μέσα στην εκκλησιά τον καλόγερο και βγήκε.
Ο Γαβριήλ δάγκωσε τα χείλια του. Χολή ξεχείλιζε μέσα του και πενήντα χρόνια ζωής δεν του’ χανε δώσει τόσο θυμό όσο τούτος ο γιομιτζής. Κρατήθηκε όμως. Δεν ήτανε λειψός άντρας, μα έβλεπε τ’ αγκάθια που ’χε κάθε λογομαχία με το Μιχάλαρο.
Τράβηξε μόνο σ’ ένα στασίδι, ανέβηκε, κι απ’ το παραθύρι αγνάντεψε γύρω.
Ο αγέρας φυσομανούσε και οι τρεις γιομιτζήδες σουλατσάρανε και σιγοκουβεντιάζανε. Μαύροι ίσκιοι μέσα στη σκοτεινιά κείνης της νύχτας. Ύστερα είδε το Μιχάλαρο να τραβά και να ξεκρεμνά το φανάρι. Θάμαξε τη σβελτοσύνη του. Και είδε ύστερα τους τρεις, με το φανάρι μαζί, να πορπατούνε προς τα μέσα της στεριάς δυο μίλια περσότερο και να σταματάνε σ’ ένα συκόδεντρο, όπου στυλώσανε το φανάρι.
«Ξεπλάνεμα!» συλλογίστηκε ο Γαβρίλης. Μα, σα να τον έκαψε τούτη η λέξη, την άλλαξε στο μυαλό του και την είπε «ληστεία».
Και περίλυπος, στάθηκε ώρα πολλή σε τούτο το φενιστρίνι, να ιδεί τι θ’ απογίνει.
Περίμενε ώρες δυο, όταν βαθιά στο πέλαγο, πήρε το μάτι του ένα πράσινο φως, πότε ν’ αχνοφαίνεται και πότε να χάνεται μες τη μαυρίλα του νερού και της νύχτας. «Πλεούμενο χαροπαλεύει» συλλογίστηκε. Κι όσο το ’βλεπε ν’ αργοκινάει προς τον κάβο, τόσο το ’νιωθε ζωντανό πλάσμα που σπαρταρούσε από τη λαχτάρα. Πού και πού έπαιρνε και το κόκκινο φως του, αλλά ξεκαθάρισε πως το πλοίο γύρισε ρότα προς το μαΐστρο. «Ο άτιμος ο Μιχάλαρος!», ψιθύρισε μέσα του. «Το τραβάει στην ξέρα της αγριοσυκιάς».
Για κάμποση ώρα έχασε το πράσινο φως από τα μάτια του. Κι όσο κυλούσε η ώρα, δεν ήξερε πώς να ξηγήσει το πράμα. Δεν το ’λεγε να βουλιάξει τούτο το κακορίζικο σκαρί στα νερά του κάβου. Μα δεν άργησε πολύ η λαχτάρα του. Σε λίγο το ξανάδε, αλλά το ξεδιάλυνε πιότερο από ένα μίλι πιο μέσα από τον κάβο και σιμά στην κόστα, με τη ρότα λίγο ανοιχτότερα από την ξέρα της αγριοσυκιάς. Έβλεπε πια ολοκάθαρα το κόλπο του Μιχάλαρου – ξάστερο το σκέδιό του. Κατέβηκε από το στασίδι και σεργιάνισε μέσα στην εκκλησιά. Ύστερα πήγε προς την πόρτα, άνοιξε και βγήκε στη γεναριάτικη παγωνιά. Τήραξε το πέλαγο κι ύστερα το μάτι του γύρισε προς την αγριοσυκιά. Ο διάολος να τον έπαιρνε, μα ήθελε να δει τούτο τον άντρα σ’ όλο του το φέρσιμο. Τράβηξε προς το ψήλωμα και έβλεπε καλύτερα και το πέλαγο και τους τρεις άντρες κοντά στο φανάρι που τραμπάλιζε στο φύσημα της νοτιάς. Αγναντεύανε κι αυτοί το πέλαγο, στίμαραν τη θέση και τη ρότα του καραβιού, κι αμίλητοι βλέπανε το χαροπάλεμα με το νερό και τον αγέρα. Κι όσο κοντοζύγωνε, τόσο ξεκαθάριζε μαύρο το σκέδιό του. Στιμάρανε πως πλώριζε τάχα ανοιχτά, μισό μίλι απ’ το φανάρι. Πού να βάλουνε με το νου τους τούτοι οι θαλασσινοί, πως ο Μιχάλαρος και η παρέα του είχανε μετατοπίσει το φανάρι! Ο Γαβρίλης, που αγνάντευε και τούτος, ένιωθε μιαν απαλάμη σιδερένια να περισφίγγει την καρδιά του. Η ανάσα του έβγαινε δύσκολα. Το αίμα είχε μαζωχτεί στην κεφαλή του. Ένιωθε αντριοσύνη να τον ψυχώνει, κι έτρεξε ως την αγριοσυκιά. Στάθηκε δίπλα στον καπετάνιο και του’πε:
-Αν πας για βιος, θα σου δώσω ό,τι κι αν έχω. Κι είναι πιο σίγουρο τούτο από κείνο που καρτεράς να βρεις στο καράβι. Μπορεί και να μην το ’βρεις.
-Αργά το φέρνεις το μαντάτο, γέροντα, κι ώρα δεν είναι τώρα για κουβεντολόι. Δες το και μόνος σου, αν νογάς. Τόπος για βόλτα δεν τους απομένει κι η ξέρα τους ακαρτερά…είπε ο Μιχάλαρος.
-Και χαίρεσαι για τούτο…
-Λογαριασμός δικός μου, καλόγερα.
Και, χωρίς άλλη απόκριση, πήρε την άκρια της κόστας και κατέβηκε ως τη βάρκα του. Τον ακολούθησε ο Καφούρος και ο Κακαβάς. Σταθήκανε και τηράγανε προς το μαύρο πλεούμενο. Οι φωνές ακούγονταν πια. Κάτι φαίνεται είχανε νιώσει οι ναύτες, μα το γύρισμα δεν ήτανε βολετό. Ύστερα η ξέρα δεν έδειχνε στο πεντασκόταδο της νύχτας. Ο Μιχάλαρος είπε να μπαρκάρουνε. Το στιμάρισε όμως δύσκολο. Το κύμα έβραζε και χόχλαζε όλο αφρούς γύρω από την κόστα. Γίνονταν κι αντιμάμαλο που μπορούσε να τους σκυλοπνίξει σε λίγο μάκρος από τη στεριά. Στάθηκε λοιπόν. Βρήκε σωστότερο να περιμένει. Το ’ξερε καλά το πέρασμα ο Μιχάλαρος και δε ρισκάριζε τσάμπα και βερεσέ. Πρόσμενε λοιπόν τον τράκο και δε χρειάστηκε να μαζώξει όση του βρίσκονταν δύναμη για να βαστάξει στην προσμονή. Σε λίγο κάτι ακούστηκε, ξερή καραμπόλα στην αρχή, κι ύστερα δεύτερος και γερός τράκος. Και σε κάθε κυματοσούρσιμο κάποιο βόγκο άφηναν τα ξύλα, και το πλεούμενο, γερτό πια, είχε βουτήξει την κουπαστή στο νερό.
Από φωνές και λόγια κατάλαβε πως οι άνθρωποι που ταξιδεύανε παλεύανε μες το κύμα. Όμως και πάλι πρόσμενε. Όσο λιγότεροι φτάνανε στη στεριά, τόσο πετύχαινε το κόλπο, συλλογίστηκε. Κι αφέθηκε στο αγνάντεμα, σα να γινόνταν μπροστά του μια φέστα νόστιμη και πετυχημένη. Ο Καφούρος κι ο Κακαβάς είχανε σταθεί δίπλα του και λίγο μακρύτερα ο Γαβριήλ. Ο Κακαβάς τα ’χε χαμένα, μα το ξύλο πόφαγε τον είχε διδάξει να ’χει μετρημένα τα λόγια του. Ο Καφούρος όμως λύγισε· λύγισε μόλις είδε το πλεούμενο. Μια λύπηση ανάβλυσε από μέσα του. Το βλέμμα όμως του καπετάνιου τον έφερε στα συγκαλά του. Λύγισε κι όταν είδε τη ρότα του καραβιού, κι έκαμε να μιλήσει άμα ο Γαβρίλης πήρε το θάρρος να μαλάξει με τα λόγια την καρδιά του καπετάνιου. Σαν είδε όμως τι λογής βράχος ήτανε τούτος ο άντρας, βρήκε πιο φρόνιμο να μουγκαθεί. Ύστερα, τι νόημα μπορεί να ’χαν τα λόγια; Κι αυτός λοιπόν, κι ο Κακαβάς, κι ο καλόγερος κοιτούσαν τον καπετάνιο. Πασχίζανε κι οι τρεις να πιάσουνε τα νήματα του μυαλού του, ν’ αφουγκραστούν της καρδιάς του τους χτύπους. Μα δεν το κατάφερναν. Η όψη του έμενε χωρίς μεταλλαγή. Τραχιά κι ανάλλαγη, σα να ’τανε από πέτρα. Κι όμως δεν είχε λειψή καρδιά τούτος ο άντρας. Μα του ’χε καλά ριζώσει η ιδέα πως ο πόλεμος κουμαντάρει την πλάση. Και τον έκανε τον πόλεμο με τ’ άρματα που λογάριαζε δικά του. Με τον τρόπο του. Καμιά λύπη δεν τόνε λύγιζε. Στην Τσακωνιά, παιδί ακόμη, είχε στιμάρει τι λογής θάματα κατάφερνε μια γροθιά. Ένας μπόμπιρας έκανε κομάντο, γιατί είχε εύκολες τις γροθιές. Κι ύστερα, στα καράβια, μαρκάρισε καλά τα λογής-λογής φερσίματα των καραβοκυραίων. Και στη στεριά είχε γουστάρει στα γιομάτα τα τερτίπια που οδηγάνε στο πολύ το βιος.
Ήξερε καλά και περίκαλα πως με χαζομάρες ανθρώπους δε κουμαντάρουνε, ούτε κερδίζουνε μπιστεμένα κορμιά. Από τη λύπηση του διπλανού του προτίμαγε τον τρόμο του.
Άφησε λοιπόν τους ναύτες του καϊκιού να θαλασσοπνιγούνε. Από τους οχτώ που ταξιδεύανε, τρεις μονάχα καταφέρανε, τσακισμένοι και ανήμποροι, να πιάσουνε την κόστα. Τότες μονάχα έτρεξε με τους ανθρώπους του και τους περιμάζωξε. Κι όχι με το ήμερο, μα με την προσταγή. Τους πήγε ως τον Ταξιάρχη και τους δυο, τους έβαλε στο κελί του Γαβρίλη, τ’ αμπάρωσε καλά, κι έβαλε τον Καφούρο, αρματωμένο, να φυλάει, και τον άλλον τον έσουρε στην εκκλησιά. Εκεί έμαθε πως ήταν φορτωμένοι γεννήματα και πως στο καράβι έμεινε ένας ταξιδιώτης με το σεντούκι του. Κι αφού ξεκαθάρισε τα πράματα, πήρε το σκοινί του πηγαδιού και μια άλλη μεγάλη τριχιά, έδεσε έναν-έναν, έδεσε και το Γαβρίλη και, ξημερώματα, πήρε τον Κακαβά, και με τη βάρκα του έφτασε στον ταξιδιώτη.
Ήτανε καθισμένος στο σεντούκι του. Τον διέταξε με την κουμπούρα στα μηλίγγια του να τ’ ανοίξει, ξάφρισε και την κάμαρη του καπετάνιου, πήρε σκοινιά για τη βάρκα του και άλλα χρειαζούμενα πράματα, κι έφυγε αφού απαράτησε μέσα τον ταξιδιώτη. Άμα ξεμπαρκάρισε στον κάβο, ξεμονάχιασε το Γαβριήλ.
-Μου μίλησες προτερνά για το βιος σου, του ’πε άγρια ο Μιχάλαρος. Πού το ’χεις;
-Φτωχομπακίρια, καπετάνιο…αποκρίθηκε ο καλόγερος.
-Καιρό δεν έχω για χάσιμο. Ή το φέρνεις ή θα ξεκάνω κι αυτούς και την αφεντιά σου.
Ο Γαβρίλης έτρεμε. Τούτο το αναπάντεχο τον είχε χλωμιάσει πιότερο κι από το ναυάγιο κι από όσα είχανε σταθεί κείνη τη νύχτα. Τα όσα όμως είχε δει, τον είχανε δασκαλέψει στην εντέλεια για το τι σόι άνθρωπος ήτανε ο Μιχάλαρος. Ήξερε πως η φοβέρα ήτανε τάξιμο, που δεν απαρατιόνταν για καμιάν αφορμή. Να τον αφήσει, πάλι, να τον σφάξει; Τι το ’θελε τότε το βιος;…
-Θα πάω να σου το φέρω, καπετάνιο.
-Σήκω λοιπόν και θα ’ρθω μαζί σου.
Ο Γαβρίλης τήραξε το Μιχάλαρο σουρωμένος και ολόχλωμος. Προβάτισε όμως. Τους πήγε σ’ ένα μικρό φαράγγι και τους πέρασε σε μια ψευτοσπηλιά. Έσκαψε λίγο κι ανάσυρε ένα κουβά, κι από μέσα ένα σιδερένιο κασέλι.
-Τούτο είναι, τους είπε.
Ο Μιχάλαρος τ’ άνοιξε, κι είδε φλουριά κι αγιοκωσταντινάτα και ριάλια και τάλαρα.
Το σφάλιξε, το πήρε κι αντίς να γυρίσει με τους ναύτες στο ρημοκλήσι, πήρε την κατηφοριά για τη βάρκα του.
Μ’ όλο τον καιρό, ξανοίχτηκε κι άφησε το Γαβρίλη ν’ αγναντεύει το βιος του που χοροπηδούσε στου κυμάτου τον αφρό, ώσπου είδε τη βάρκα, μ’ ένα φλόκο, να χάνεται πίσω από τις στεριές. Και για πρώτη βολά, καθώς γύριζε στο κελί του για να λευτερώσει τούτους τους ναυαγούς, ένιωθε να ’ναι σωστός ερημίτης του κάβου.
Ο Κωστής Μπαστιάς (Αιμίλιος Κωνσταντίνος Μπαστουνόπουλος) (5 Φεβρουαρίου 1901- 25 Δεκεμβρίου 1972) ήταν Έλληνας λογοτέχνης, δημοσιογράφος, εκδότης, αρχισυντάκτης και χρονογράφος μεγάλων αθηναϊκών εφημερίδων, γενικός διευθυντής του Βασιλικού (Εθνικού) Θεάτρου (1937-1941), της Εθνικής Λυρικής Σκηνής (1940-1941 και 1959-1964) και του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας (1961-1963) και δημιουργός των νέων θεσμών των Κρατικών Λογοτεχνικών Βραβείων (1938), της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών (1938), της Πανελλήνιας Καλλιτεχνικής Έκθεσης (1938) στο Ζάππειο, κ.ά.
ΠΗΓΗ:
Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορίαΤο ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου, για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και… όλα τα άλλα
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου